H εθνική μας μοναξιά…
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΑΒΙΑΣ Ανέκαθεν γέλαγα, ίσως και κορόιδευα σε κάποιο βαθμό, αυτούς που σε θέματα τραγουδιού, μουσικών και κάθε ...
http://www.thecolumnist.gr/2019/04/h.html
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
Ανέκαθεν γέλαγα, ίσως και κορόιδευα σε κάποιο βαθμό, αυτούς που σε θέματα τραγουδιού, μουσικών και κάθε είδους τέχνης, προσπαθούν να ξεχωρίσουν τους καλύτερους. Το ποιος είναι ή ποιος δεν είναι, λες και υπάρχει μια μαγική κλίμακα που με απλοϊκό τρόπο να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Λες και μπορείς να πεις πως οι πίνακες του Ρέμπραντ είναι καλύτεροι ή χειρότεροι του Βαν Γκογκ. Ότι οι Μπιτλς υστερούσαν μπροστά στους Ρόλινγκ Στόουνς, ή το αντίστροφο. Ή ότι μπορείς να ξεχωρίσεις τον καλύτερο ανάμεσα σε έναν Σεφέρη ή ένα Ελύτη.
Σε αυτή τη λογική δεν μπορείς να μπεις ποτέ, γιατί άκρη ποτέ δεν θα βρεις. Η μοναδική άκρη που ίσως βρεις, πέρα από καλούς, πολύ καλούς ή όχι τόσο καλούς, είναι ότι υπάρξουν ξεχωριστοί καλλιτέχνες, κάθε είδους, για τον καθέναν μας. Όπως πιθανώς για πολλούς απ’ αυτούς που διαβάζουν τώρα αυτές τις γραμμές, ήταν και ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 17 Απριλίου του 2012.
Το πώς μιλάει κάτι στην καρδιά και στο μυαλό του καθενός μας είναι εννοείται κάτι ξεχωριστό, απολύτως υποκειμενικό. Και η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, που σίγασε μια για πάντα επτά χρόνια πριν, ίσως ήταν κάτι τέτοιο, που μπορεί να υποστηριχθεί μέχρι και σε βαθμό… απολυτότητας. Η μαγεία ενός τραγουδιστή-ερμηνευτή, πέραν των άλλων, κυρίως εναπόκειται στο να σε εκφράζει απόλυτα με όσα εκείνος εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή ερμηνεύει, και είναι λες και μιλάει από εσένα, για εσένα. Είτε μιλά για πόνο, είτε για λύπη, είτε για χωρισμούς, είτε για χαρμόσυνες αφορμές, για οτιδήποτε.
Όσο παράδοξο και αν ακουστεί διαβάζοντάς το, και για να προλάβω τις κάθε είδους αντίδραση, ο Δημήτρης Μητροπάνος υπήρξε (και) παρεξηγημένος τραγουδιστής-ερμηνευτής. Όσο και αν έφτασε στην στρατόσφαιρα με τη «Ρόζα», τα «Λαδάδικα» και το «Σ’αναζητώ στην Σαλονική», ο μουσικός του πλούτος δεν εξαντλείτο μόνο σε αυτά τα τρία – μαγευτικά σαφώς όμως – άσματα. Πολλοί μπορεί να τον ξέρουν μόνο απ‘ αυτά, ή όταν ακούν το όνομα Μητροπάνος και τους ρωτάς ποιο τραγούδι του λατρεύουν, να σου πουν ένα εκ των τριών. Χωρίς πότε ωστόσο να τον αναζητήσουν πραγματικά, να ψάξουν σε βάθος, να κάτσουν και να ανακαλύψουν κατεργασμένα διαμαντάκια από την πολύχρονη πορεία του στον χώρο.
Βέβαια, είναι αλήθεια πως ο Μητροπάνος υπήρξε και ένας άκρως ευλογημένος άνθρωπος-τραγουδιστής-ερμηνευτής, γιατί είχε την τύχη και τη δυνατότητα να συνεργαστεί με ανθρώπους που «κόλλησε», και τα αποτελέσματα της μουσικής τους σύζευξης να αναδείξουν απίστευτους θησαυρούς. Για την ακρίβεια, ήταν σαν μια σχέση καρμική, όπου ο ένας ήταν γραφτό να συνδεθεί με τον άλλο. Η μουσική που έγραψαν για εκείνον ο Δήμος Μούτσης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Στέφανος Κορκολής, ο Μάριος Τόκας και άλλοι, ήταν λες και ήταν προορισμένοι για να αναδειχθεί από την μαγική φωνή του Μητροπάνου και τη δυναμική που αυτή εξέπεμπε. Όπως και το ότι οι εκπληκτικοί στίχοι, δημιουργήματα του Φίλιππου Γράψα, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Μίλτου Πασχαλίδη, του Άλκη Αλκαίου, μπορούν να θεωρηθούν εκπληκτικοί, ακριβώς για τον ίδιο λόγο….
Μέσα σε όλα, ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν που μας έμαθε τι εστί ζεϊμπέκικο. Όπου και αν βρισκόταν, όπου και αν τραγουδούσε, δυο στροφές του αρκούσαν για να τραντάξει συθέμελα η γη. Αυτός στην ουσία μας έμαθε το ζεϊμπέκικο. Το βαρύ, το μάγκικο (με την καλή έννοια του όρου), του πόνου, με αυτό το κάτι που σε κατατρύχει και πρέπει να σηκωθείς να χορέψεις για να ξεσπάσεις. Που δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό το «ελαφρύ», το «λίγο», έστω αυτό το κάτι σαν ζεϊμπέκικο της τζάμπα μαγκιάς που κατακλύζει πλέον τις πίστες της αθηναϊκής και όχι μόνο νύχτας.
Δεν ανήκω σε γενιές ανθρώπους που έχουν προλάβει τον Ζαμπέτα, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, τον Διονυσίου. Η γενιά μου όμως, θα έχει να λέει πως τουλάχιστον προλάβει να ζήσει, να δει, να απολαύσει και να μάθει τον Μητροπάνο. Έστω και οριακά. Για τους παλαιότερους, που τον είχαν ζήσει αρκετά, περιττές εξηγήσεις δε χρειάζονται. Για τους νεότερους όμως, αυτούς που είναι ας πούμε 18-20 χρονών (ή λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω), μου φαίνεται πραγματικά δύσκολο να έχουν μνήμες του, να τον έχουν ακούσει κάπου ζωντανά και να έχουν πάρει μια γεύση έστω από εκείνον.
Και ίσως αυτό πραγματικά το πιο άσχημο. Για τους νεότερους αλλά και για όλους μας. Ότι ο Δημήτρης Μητροπάνος αποτελεί κατά κάποιον τρόπο σε μουσικό επίπεδο τον «τελευταίο των Μοϊκανών» μιας εποχής, χωρίς να φαίνεται – τουλάχιστον στα δικά μου μάτια – να υπάρχει κάποιος που να παραλάβει τη σκυτάλη και να συνεχίσει. Πιθανώς να είναι ο τελευταίος μιας γενιάς άλλων τραγουδιστών, παλαιάς κοπής ανδρών παράλληλα, που δύσκολα θα ξαναδούμε να ξεπροβάλλει με φόντο το μέλλον.
Για αυτό και κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η εθνική μας μοναξιά θα φαντάζει όλο και πιο μεγάλη…
(Η εθνική μας μοναξιά, 1992. Σε στίχους Φίλιππου Γράψα και μουσική Μάριου Τόκα)
Χρήστος Γραβιάς