Υποκρισία και ρατσισμός στη βαλκανική δημοκρατία της μπανάνας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Τετάρτη 16 Απριλίου 2014, γήπεδο Τούμπας, Θεσσαλονίκη: Στα πλαίσια του δεύτερου ημι...
http://www.thecolumnist.gr/2014/05/blog-post_6.html
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Τετάρτη 16 Απριλίου 2014, γήπεδο Τούμπας, Θεσσαλονίκη: Στα πλαίσια του δεύτερου ημιτελικού του Κυπέλλου Ελλάδας μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού, φίλαθλος των γηπεδούχων εκσφενδονίζει μία μπανάνα προς τον Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Λεάντρο Σαλίνο. Ο υπαίτιος δεν ταυτοποιείται και δεν συλλαμβάνεται. Λίγες μέρες αργότερα, οι δικηγόροι του ΠΑΟΚ θα υποστηρίξουν στο δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για ρατσιστική ενέργεια κι ότι ίσως ο φίλαθλος να την είχε φέρει μαζί του για να τη φάει και απλώς την πέταξε στον αγωνιστικό χώρο όπως θα έκανε με κάθε άλλο αντικείμενο.
Κυριακή 27 Απριλίου 2014, Στάδιο El Madrigal, Βιγιαρεάλ: Στα πλαίσια αγώνα πρωταθλήματος μεταξύ Βιγιαρεάλ και Μπαρτσελόνα, φίλαθλος των γηπεδούχων και μέλος του τεχνικού επιτελείου της ακαδημίας νέων εκσφενδονίζει μία μπανάνα προς τον Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή των φιλοξενουμένων Ντάνι Άλβες. Ο υπαίτιος ταυτοποιείται, η Βιγιαρεάλ του επιβάλλει ισόβια απαγόρευση εισόδου στο Στάδιο και τρεις μέρες αργότερα συλλαμβάνεται από την αστυνομία κατηγορούμενος για ρατσιστική πρόκληση αντιμετωπίζοντας ποινή φυλάκισης από ένα ως τρία χρόνια.
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της σύγχρονης Ελλάδας είναι εκείνος της ανεκτικότητας, του αντιρατσισμού και της αποδοχής της διαφορετικότητας λόγω της ναυτικής κουλτούρας και της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων. Αν και είναι γεγονός ότι στην χώρας μας, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, δεν είχαμε ποτέ δει να δραστηριοποιούνται δομημένες ρατσιστικές οργανώσεις, όπως η Κου Κλουξ Κλαν, να υπάρχει θεσμοθετημένη φυλετική διάκριση όπως στις ΗΠΑ της δεκαετίας του '50 και την Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ ή να καταγράφονται συστηματικές "αυθόρμητες" λαϊκές αντιδράσεις όπως πογκρόμ, εντούτοις οι προκαταλήψεις και τα φοβικά σύνδρομα παντός είδους ήταν και είναι σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις που στηρίζουν την παραπάνω άποψη, διαχέονται καθ' όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, ενός αιώνα όπου η σύγκλιση της Ελλάδας με τη Δυτική Ευρώπη αποτέλεσε βασικό στόχο της ελληνικής πολιτικής ελίτ, ο οποίος και επετεύχθη σε σημαντικό βαθμό.
Ένα από τα πρώτα και πλέον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι, αναμφίβολα, η υποδοχή που επεφύλαξαν οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Αδυνατώντας να κατανοήσουν τη διαφορετική και σαφέστατα κοσμοπολίτικη νοοτροπία των προσφύγων, τους αντιμετώπιζαν από επιφυλακτικά ως και ανοιχτά εχθρικά, χαρακτηρίζοντάς τους υποτιμητικά "τουρκόσπορους" "πρόσφηγκες" και "γιαουρτοβαφτισμένους" ενώ τις γυναίκες τις αποκαλούσαν "παστρικιές" (πόρνες) καθώς η τάση τους να πλένονται περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα δεν συνηθιζόταν στην Ελλάδα της εποχής, εκτός από τις ιερόδουλες. Την ίδια, περίπου, αντιμετώπιση είχαν και οι Μουσουλμάνοι της Θράκης οι οποίοι, επί δεκαετίες, θεωρούνταν συλλήβδην Τούρκοι άρα και εσωτερικοί εχθροί, στο στρατό υπηρετούσαν, συνήθως, ως μουλαράδες ενώ η κρατική γραφειοκρατία τους δημιουργούσε απίστευτα προσκόμματα ακόμη και σε στοιχειώδη καθημερινά ζητήματα, όπως η απόκτηση άδειας οδήγησης. Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο σύμμαχο στην άσκηση της προπαγάνδας του από ένα κοντόφθαλμο, εκδικητικό και μισαλλόδοξο κράτος όπως το ελληνικό.
Αν οι τέχνες και οι λαϊκές ρήσεις αποτελούν καθρέφτη των αντιλήψεων της κοινωνίας, τότε χωρίς αμφιβολία οι άνθρωποι με αφρικανική καταγωγή όπως και οι ομοφυλόφιλοι έχουν επίσης στοχοποιηθεί, άλλες φορές περισσότερο κι άλλες φορές λιγότερο, στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας. Λέξεις όπως "αράπης", "σκυλάραπας" και φράσεις όπως "τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς" (που ήταν και τίτλος ταινίας του 1973 με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά) έχουν διαχρονική παρουσία στο λεξιλόγιο και τις συζητήσεις των Ελλήνων. Από την άλλη, στην Ελλάδα των δεκαετιών του '50, του '60 και του '70 όπου υποτίθεται ότι αξίες όπως η αλληλεγγύη και η φιλοξενία υπερκάλυπταν την ενδημική φτώχεια μεγάλων κομματιών του ελληνικού πληθυσμού, οι ομοφυλόφιλοι αντιμετωπίζονταν απροκάλυπτα ως περιθωριακοί, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας και σοβαρότητας. Για να γίνει αυτό κατανοητό αρκεί απλώς και μόνο να θυμηθεί κανείς πόσο μονοδιάστατοι και γραφικά υστερικοί παρουσιάζονταν στις αναρίθμητες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αυτής της περιόδου. Χρειάστηκε να έρθει η δεκαετία του '90 και οι θρυλικοί "Απαράδεκτοι" για να δούμε έναν κωμικό αλλά όχι γελοίο και σίγουρα πολύπλευρο χαρακτήρα ομοφυλόφιλου ενσαρκωμένο από τον Γιάννη Μπέζο.
Παρ' όλα αυτά, η δεκαετία του '90, κάθε άλλο παρά αποτέλεσε σημείο καμπής για την υποχώρηση των διακρίσεων στην Ελλάδα, καθώς οι Αλβανοί μετανάστες αντικατέστησαν τους Ρομά ως διαχρονικός στόχος ρατσιστικών σχολίων και συμπεριφορών. Χιλιάδες μετανάστες, που επί δεκαετίες ζούσαν κάτω από το χειρότερο απολυταρχικό καθεστώς της Ευρώπης, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, κατέκλυσαν ξαφνικά την ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία σαφής σύγκρουση νοοτροπίας και αντιλήψεων με τον ντόπιο πληθυσμό. Ακριβώς λόγω αυτής της πολυετούς απομόνωσης οι παραβατικές συμπεριφορές που διέκριναν ένα μέρος των μεταναστών που ήρθε, ήταν συχνά εξαιρετικά βίαιες με αποτέλεσμα να υπάρξει μια σφόδρα αρνητική στάση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας έναντι των Αλβανών ως εθνότητα. Σε αυτό συνέτεινε σε σημαντικό βαθμό και η εξέγερση του 1997 όταν μεγάλο μέρος των ποινικών κρατουμένων που απέδρασε από τις φυλακές κατέφυγε κυρίως στη χώρα μας με ότι αυτό σήμαινε για την εγκληματικότητα στην Ελλάδα. Και πάλι όμως τα παραπάνω δεν αρκούν για να δώσουν μία συνολική εξήγηση της ιδιαίτερα αρνητικής στάσης μεγάλων τμημάτων των Ελλήνων έναντι των Αλβανών μεταναστών.
Η ουσία της βαθιάς υποτίμησης και περιφρόνησης που έζησαν και σε αρκετές περιπτώσεις, συνεχίζουν να βιώνουν Αλβανοί μετανάστες, είναι ότι στην εικόνα του φτωχού κι εξαθλιωμένου μετανάστη που δούλευε επί ώρες για ένα πιάτο φαΐ ο σύγχρονος Έλληνας είδε για πρώτη φορά τη δική του (και όχι των αρχαίων προγόνων του) οικονομική, κοινωνική και εθνική ανωτερότητα. Η "απόδειξη" στον εαυτό του ότι από παρίας και ελεήμων της ευρωπαϊκής οικογένειας μετατρεπόταν σε απόλυτο "αφεντικό" κάποιου άλλου, είτε αφορούσε στην μικροεπιχείρησή του στο κέντρο της Αθήνας, είτε στα χωράφια του στο θεσσαλικό κάμπο. Γι' αυτό ακριβώς και δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν το πογκρόμ εις βάρος Αλβανών μεταναστών το Σεπτέμβριο του 2004 στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις που τόλμησαν να πανηγυρίσουν την νίκη της ποδοσφαιρικής εθνικής τους ομάδας εις βάρος της ελληνικής που μόλις είχε στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης στα γήπεδα της Πορτογαλίας.
Θα ήταν λάθος όμως να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο ρατσισμός είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, με την υπόλοιπη Ευρώπη των "αρχών και των αξιών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού" να πρωτοπορεί στον αγώνα υπέρ της ανεκτικότητας και κατά των διακρίσεων. Όπως, πολύ σωστά, αναφέρει ο κορυφαίος Βρετανός ιστορικός Mark Mazower στο έργο του Σκοτεινή ήπειρος, οι ναζί δεν έφεραν το ρατσισμό στην Ευρώπη. Αυτός προϋπήρχε. Εκείνο που έκαναν ήταν να δημιουργήσουν μία οργανωμένη φυλετική κρατική μηχανή που στρεφόταν όχι μόνο ενάντια στους πληθυσμούς των ευρωπαϊκών αποικιών, όπως συνηθιζόταν ως τότε, αλλά, για πρώτη φορά, ενάντια και στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς. Άλλωστε οι μπανάνες που έχουν πέσει στα ελληνικά γήπεδα είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ενώ και οι Εβραίοι δεν έζησαν ούτε κατ’ ελάχιστον στην Ελλάδα τις διώξεις που αντιμετώπισαν στην υπόλοιπη Ευρώπη, διαχρονικά. Στην υπόλοιπη Ευρώπη όμως αναγνωρίζουν το πρόβλημα του ρατσισμού και φροντίζουν να το αντιμετωπίζουν με αυστηρό τρόπο σε θεσμικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο;
Δυστυχώς μία σειρά γεγονότων της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας δείχνει πως όχι:
α) Ο ΠΑΟΚ, που σημειωτέον είναι μια ομάδα της προσφυγιάς, όχι μόνο δεν έψαξε να βρει τον οπαδό που έριξε την μπανάνα στον αντίπαλο παίκτη όπως έκανε η Βιγιαρεάλ, αλλά αντιθέτως προέβαλε γελοίες δικαιολογίες στο δικαστήριο που ξεφτιλίζουν τόσο το σύλλογο όσο και την ιστορία του. Και το χειρότερο είναι ότι αυτές έγιναν αποδεκτές.
β) Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη νιώθει περήφανος που παραδίδει αυτοπροσώπως φάκελους με περιστατικά ρατσιστικής βίας στη Δικαιοσύνη, μία κίνηση που σε μία κανονική χώρα θα ήταν αυτόματη διαδικασία και υπόθεση των διωκτικών αρχών και θα γινόταν πριν χρειαστεί να δολοφονηθεί ένας νέος άνθρωπος.
γ) Τα πολιτικά κόμματα αδυνατούν επί μακρόν να συμφωνήσουν σε μία στοιχειώδη κοινή πλεύση τόσο στο ζήτημα της απόδοσης ιθαγένειας σε μετανάστες δεύτερης γενιάς όσο και στην ψήφιση ενός αντιρατσιστικού νόμου.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι την μπανανόφλουδα του ρατσισμού την έχουν πατήσει και έχουν γλιστρήσει μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας πολύ πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την έκρηξη του πολιτικού εξτρεμισμού. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να κάνουμε το αυτονόητο: να τη σηκώσουμε από κάτω και να την πετάξουμε στον κάδο όπως κάνουμε με κάθε άλλο σκουπίδι που βρίσκουμε στο σπίτι μας.
Γιάννης Στέλιος Παπαδόπουλος