Ζήτημα πολιτικής: Η βία στα γήπεδα
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Τα πρόσφατα γεγονότα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και η επακόλουθη διακοπ...
http://www.thecolumnist.gr/2015/03/blog-post_5.html
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Τα πρόσφατα γεγονότα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και η επακόλουθη διακοπή του πρωταθλήματος της Super League επανέφεραν στην επικαιρότητα, για πολλοστή φορά είναι η αλήθεια, το ζήτημα της βίας στα γήπεδα. Πολλά έχουν γραφτεί, συζητηθεί και προταθεί για την αντιμετώπιση αυτού του εξοργιστικού φαινομένου, όμως και πάλι κάθε φορά βρισκόμαστε ως κοινωνία στο σημείο μηδέν. Οι διάφορες κοινωνιολογικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις που έχουν, κατά καιρούς, παρουσιαστεί έχουν, αναμφίβολα, τη σημασία τους.
Όπως όμως μας διδάσκει η εμπειρία, η άμεση, ειλικρινής και αποφασιστική πάταξη του φαινομένου είναι το κύριο ζητούμενο και μάλιστα όχι γενικά κι αόριστα από την Πολιτεία, έναν όρο που περιλαμβάνει ένα πλήθος θεσμών με αποτέλεσμα η ευθύνη να διαχέεται οδηγώντας στην ατολμία, αλλά από την εκάστοτε κυβέρνηση. Γιατί η βία στον αθλητισμό είναι, πρωτίστως, πολιτικό πρόβλημα.
Σε πρώτο επίπεδο, το οποίο αφορά στην αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού εντός του γηπέδου, η κυβέρνηση μπορεί να προβεί σε τρεις απλές αλλά αποτελεσματικές κινήσεις μέσω νομοθετικής πρωτοβουλίας: Στην καθιέρωση του ηλεκτρονικού ονομαστικού εισιτηρίου, στην καθολική εγκατάσταση και χρήση καμερών εντός των αθλητικών χώρων ανά την Ελλάδα για να είναι ακόμη πιο εύκολο να ταυτοποιηθούν οι δράστες των όποιων επεισοδίων και στην αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου όπου ο διαιτητής θα υποχρεούται να διακόψει οριστικά έναν αγώνα στον οποίο εκδηλώνονται φαινόμενα βίας. Ειδικά στο τελευταίο είναι σημαντικό να μην αφήνεται στη βούληση του διαιτητή η διακοπή ενός αγώνα αλλά να προβλέπεται η διαδικασία σαφώς και κατηγορηματικά ώστε να μην μπορεί να επηρεαστεί η απόφασή του από ψυχολογικούς και άλλους παράγοντες.
Ως προς τα πρώτα δύο, πολλές ομάδες ακόμα και της Super League, έχουν δηλώσει οικονομική αδυναμία να εγκαταστήσουν και να συντηρήσουν τόσο ένα λογισμικό το οποίο θα σχετίζεται με τα εισιτήρια όσο και ένα ηλεκτρονικό σύστημα εποπτείας του χώρου. Αυτή η θέση όμως είτε είναι αποτέλεσμα απροθυμίας είτε πραγματικής δυσκολίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται αποδεκτή.
Σε όλες τις προηγμένες, ποδοσφαιρικά κι εν γένει αθλητικά, κοινωνίες το ηλεκτρονικό ονομαστικό εισιτήριο και η χρήση καμερών θεωρούνται αυτονόητα και το ίδιο πρέπει να ισχύει και στην Ελλάδα. Ακόμη κι αν το γήπεδο δεν είναι ιδιόκτητο, όταν κάθε Κυριακή οι κερκίδες γεμίζουν με χιλιάδες ή έστω εκατοντάδες φιλάθλους μιας ομάδας, αυτή η ομάδα έχει σαφείς οικονομικές ευθύνες. Δεν είναι δυνατόν ένας σύλλογος να συμμετέχει σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, οποιασδήποτε κατηγορίας και να μην φροντίζει ουσιαστικά για την ασφάλεια των οπαδών και των παικτών που αγωνίζονται. Είναι σαν να πηγαίνει κάποιος σε μια αντιπροσωπεία να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και να του πουν ότι δεν έχει αερόσακους ούτε καθρέφτες διότι το κόστος της εγκατάστασης και του σέρβις είναι μεγάλο για την εταιρεία.
Το δεύτερο επίπεδο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της οπαδικής βίας αφορά στο ιδιότυπο τρίγωνο οπαδικού τύπου-επιχειρηματικών συμφερόντων-πολιτικής εξουσίας. Το πρωταρχικό μέλημα επιβάλλεται να είναι η αλλαγή του καθεστώτος λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων, όπου σήμερα δεν υπάρχει κάποια τυπική νομική διασύνδεσή τους με τους συλλόγους κάτι το οποίο είναι βαθιά υποκριτικό. Όταν οι λέσχες αρχίσουν να λειτουργούν επισήμως στα πλαίσια των συλλόγων και οι σύλλογοι επωμίζονται αστικές και ποινικές ευθύνες για τις πράξεις των μελών τους, τότε πολλά θα αλλάξουν προς το καλύτερο.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα, πρέπει να επισημάνουμε ότι στην Ελλάδα η λέξη "παράγοντας" δεν περιγράφει απλώς το στέλεχος ενός συλλόγου ή μιας αθλητικής διοργάνωσης αλλά τον εκπρόσωπο μίας πολύπλευρης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Είναι κοινό μυστικό ότι σε πολλές επαγγελματικές και μή κατηγορίες κάποιοι από τους επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν τις τύχες ενός συλλόγου δεν το κάνουν ορμώμενοι από την άδολη αγάπη τους προς το σύλλογο αυτό ή τουλάχιστον δεν το κάνουν μόνο για αυτό. Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ο παράνομος πλουτισμός εις βάρος της ίδιας της ομάδας και η άτυπη ασυλία από τυχόν προβλήματα με το νόμο, είναι μερικοί λόγοι για τους οποίους κάποιοι επιλέγουν να ασχοληθούν με ένα σύλλογο.
Από την άλλη οι οπαδικές εφημερίδες και τα ΜΜΕ που στηρίζονται οικονομικά είτε άμεσα είτε έμμεσα στους διάφορους ΄΄παράγοντες΄΄, κάνουν ότι μπορούν για να φανατίσουν ακόμη περισσότερο τους αναγνώστες-οπαδούς με σκοπό να δημιουργούνται ολόκληροι στρατοί έτοιμοι για μάχη μέχρις εσχάτων κάθε εβδομάδα. Κι όλα αυτά με την διαχρονική ανοχή της πολιτικής εξουσίας είτε σε τοπικό είτε σε πιο διευρυμένο επίπεδο, ανάλογα με το σύλλογο και τη δημοφιλία του.
Ως προς τα οπαδικά ΜΜΕ τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Τα περισσότερα πρωτοσέλιδα ή οι τίτλοι παραδοσιακών ή ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης συνιστούν ξεκάθαρη προτροπή σε εγκληματικές πράξεις. Η καζούρα είναι ένα πράγμα κι άλλο πράγμα είναι τίτλοι όπως "Λιώστε τους", "Εξοντώστε τους" κλπ. Υπό αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία του τύπου κι όταν τέτοια πρωτοσέλιδα ακολουθούνται από έκτροπα στα γήπεδα, οι υπεύθυνοι αυτών των μέσων πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ηθικοί αυτουργοί. Προφανώς σε αυτή τη διαδικασία καθοριστική σημασία έχει και η στάση της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας.
Το ίδιο ισχύει και για τις, κατά καιρούς, προκλητικές δηλώσεις διαφόρων "παραγόντων" οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την υγιή συσπείρωση των φιλάθλων τους ενόψει ενός παιχνιδιού αλλά για τη δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας εις βάρος των αντίπαλων παικτών ή εις βάρος των διαιτητών. Εδώ όμως θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, με δεδομένα τα σημαντικά οικονομικά μεγέθη που διακυβεύονται, είναι κρίσιμο η κυβέρνηση να στοχεύσει στην ουσία της υπόθεσης: το χρήμα.
Συνεπώς, μία καλή αρχή θα ήταν, η πρόκληση επεισοδίων, σε οποιαδήποτε κατηγορία, να επιφέρει μηδενισμό στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αφαίρεση βαθμών κι εξοντωτικό πρόστιμο. Σε περίπτωση δε που υπάρξει υποτροπή του συλλόγου, η αποβολή του από το πρωτάθλημα θα πρέπει να αποτελεί σαφή επιλογή στις πειθαρχικές κυρώσεις. Ειδικότερα ως προς τις ομάδες της Super League, εκτός των παραπάνω, θα πρέπει να εξετάζεται σοβαρά και το ενδεχόμενο απαγόρευσης της συμμετοχής όλων των ελληνικών συλλόγων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η συμμετοχή στις οποίες αποφέρει σημαντικά κέρδη στις ΠΑΕ.
Είναι δεδομένο ότι για να γίνει πραγματικότητα η περιβόητη πάταξη της βίας στα γήπεδα, η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει μία κατεστημένη νοοτροπία δεκαετιών, ένα ισχυρό και πολυδαίδαλο πλέγμα πολιτικοοικονομικών συμφερόντων αλλά και το αυτοδιοίκητο της Ομοσπονδίας που επιβάλλεται από την UEFA και τη FIFA και πίσω από το οποίο κρύβονται όλες εκείνες οι δυνάμεις που δεν επιθυμούν να αλλάξει τίποτα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Σε μία σύγχρονη, ευνομούμενη και ευρωπαϊκή χώρα όμως δεν χωρούν εκπτώσεις και συμβιβασμοί απέναντι στη βία και την ανομία. Το αίμα του Κώστα Κατσούλη βρίσκεται ακόμη εκεί για να το θυμίζει σε όποιον το ξεχνάει...