Μεθυσμένες ανάσες
GUEST EDITORS ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΣΑΝΤΑΚΗ Και ξανάρχεσαι. Πάλι. Μετά από καιρό. Μετά από την πρώτη μας παγωμένη συνάντηση. Χωρίς να ...
http://www.thecolumnist.gr/2016/03/blog-post_4.html
GUEST EDITORS
ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΣΑΝΤΑΚΗ
Και ξανάρχεσαι. Πάλι. Μετά από καιρό. Μετά από την πρώτη μας παγωμένη συνάντηση. Χωρίς να ξέρω γιατί. Χωρίς να με νοιάζει το γιατί. Μου αρκεί που κάπως, για κάποιο λόγο, βρέθηκαν ξανά οι δρόμοι μας. Εξάλλου, το τότε μόνο μπαλωμένες και εναέριες στιγμές είχε.
Φυσικά και μου αρέσεις. Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει.
Όχι, δεν εννοώ σαν άντρας μόνο. Ούτε σαν άνθρωπος μόνο. Εννοώ κάτι βαθύτερο, κάτι εντονότερο, κάτι πιο μοναδικό.
Εννοώ πως όταν σε κοίταζα, διάβαζα και λίγο το πρόσωπό σου. Διάβαζα τι σημαίνει για μένα αυτό το πρόσωπο. Εννοώ πως όταν σε κοίταζα και σε έβλεπα να χαμογελάς, χαμογέλαγα κι εγώ μέσα μου. Ναι, έχεις δίκιο, ίσως έπρεπε να χαμογέλαγα φανερά. Όμως φοβόμουν μήπως με αυτό το χαμόγελο φοβόσουν εσύ. Και φόβος στο φόβο γέννησαν τη ανυπαρξία. Την ανυπαρξία στις υπάρξεις μας.
Φόβος και πάθος. Κοίτα, ακόμα και ο τρόπος που γράφω αυτές τις αράδες εκδηλώνει το φόβο ενός πιθανού «εμείς». Γράφω σε χρόνο παρελθοντικό, σαν κι εγώ να φοβάμαι να αγγίξω κάτι δικό μας. Σε χρόνο παρελθοντικό, σαν κι εγώ να το παγώνω και στολίζοντάς το με λίγες λέξεις και σκέψεις, να το αφήνω να γίνει ανάμνηση. Ίσως γιατί η τόσο έντονη σιγουριά μου για εμάς, να με κάνει να μη μπορώ να αντιμετωπίσω ένα ενδεχόμενο τέλος. Αλλά κυρίως το τέλος μιας αρχής που δεν ωρίμασε ποτέ, το τέλος μιας αρχής που καλά καλά δεν γεννήθηκε.
Σου έλεγα, σου φώναζα να αφήσουμε το τι έγινε στο παρελθόν, κάνοντας μία νέα γνωριμία από την αρχή. Και τελικά, ήμουν κι εγώ εκείνη που στεκόταν στο τότε. Στο πρόσωπο που είχες συναντήσει εσύ τότε. Στα λάθη που κάναμε τότε, στις κινήσεις που δε θα έκανα- ενώ ήθελα- από φόβο μη θυμηθείς το τότε. Και τελικά, γυρίσαμε ξανά στο τότε. Και το τίποτα βγήκε. Κι όσο προσπαθούσα να σε πλησιάσω, τόσο απομάκρυνα παράλληλα τον εαυτό μου από σένα. Κι όσο άφηνες κάτι δικό σου πάνω μου, τόσο ήθελα να σε μάθω. Εσένα, με το παρελθόν, τα λάθη και τις ατέλειές σου. Αλλά και εσένα, με το τώρα σου, τα σωστά και τα όμορφά σου.
Δε σου ζήταγα κάτι. Και ποιο θα ήταν άλλωστε το νόημα; Δε ζήτησα τίποτα από σένα. Και όμως, πόσα μικρά εν δυνάμει πιθανά «πάντα» κρύβονταν από πίσω; Δε σου ζητάω τίποτα- τώρα- σου λέω, μου λέω, μήπως και μπορέσω να έχω κάτι- τελικά.
Φυσικά και σε ήθελα. Δεν στο είπα βέβαια με τρόπο προφανή και κραυγαλέο, ούτε όμως στο έκρυψα κιόλας. Και όταν λέω σε θέλω, εννοώ θέλω εσένα, το κορμί σου, εσένα τριγύρω μου, εσένα μέσα μου με ένταση. Το χαμόγελό σου στο πρόσωπό μου και τα μάτια σου να γδύνουν ψυχή και σώμα, αργά, προκλητικά, αληθινά, τρυφερά, άγρια, παθιασμένα. Το δικό μου το θέλω δεν περιορίζεται στη σαρκική έλξη- η οποία φυσικά και είναι εκεί, από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε. Το δικό μου το σε θέλω εμπεριέχει κι άλλες έννοιες. Έννοιες πιο απόκοσμες, περιέχει ουσία, ένταση πολλή, πάθος, αλήθεια, ιδιαιτερότητα, ρομαντισμό και ρεαλισμό ταυτόχρονα. Το δικό μου το σε θέλω δε δίνεται παντού. Το δικό μου το σε θέλω δίνεται από συνειδητή επιλογή, όχι από ανάγκη. Από επιλογή ανάμεσα σε άλλες επιλογές. Το δικό μου το σε θέλω έχει αυτό που εξ’ ορισμού προστάζει η λέξη- θέληση. Και επιθυμία. Έχει αξία, έχει δύναμη, έχει συναίσθημα.
Ναι, συναίσθημα. Δε μπορεί να μην κατάλαβες ότι γεννήθηκε συναίσθημα. Συναίσθημα το οποίο δε μπορώ να ορίσω, γιατί είναι από τη στιγμή που γεννήθηκε απροσδιόριστο και μετέωρο στο χωροχρόνο μας. Όμως ξέρω καλά να το βιώνω. Ξέρω πως αυτό το συναίσθημα μου έδινε τη θέληση να θέλω να σε μάθω, να εξερευνήσω τον κόσμο σου, να χαθώ κάπου μαζί σου. Πως μου δημιούργησε σκέψεις πρόστυχες, ερωτικές, αλλά και γλυκές, με φροντίδα, με νοιάξιμο, με έρωτα.
Φυσικά και δεν ήταν μόνο σεξ. Ούτε για σένα, το ξέρω. Και φυσικά όχι για μένα. Όμως δεν είμαι σίγουρη αν μπόρεσες να καταλάβεις μία σημαντική διαφορά. Μπορεί να μην ήταν μόνο σεξ μαζί σου, αλλά και τις ίδιες τις στιγμές του σεξ, δεν ήταν μόνο σεξ. Κάθε φορά που σου έδινα το κορμί μου, έδινα και κάτι από εμένα. Κάθε φορά, όσο σαρκικό, σωματικό, άγριο κι αν ήταν. Κάθε φορά που έμπαινες μέσα μου, άγγιζες και κάτι από εμένα. Κι εγώ κάτι από εσένα. Το ξέρω αυτό, το ένιωθα μετά. Το ένιωθα από τον τρόπο που με άγγιζες μετά, κάποιες στιγμές.
Ξέρω τόσο καλά, και μη με ρωτήσεις πως, ότι αν αφηνόσουν λίγο περισσότερο σε μένα, θα σε ερωτευόμουν μέχρι τέλους, όπως ξέρω εξίσου καλά, πως αν με γνώριζες καλύτερα, θα ήσουν τρελά ερωτευμένος κι εσύ μαζί μου.
Με τρέλαινε ο τρόπος που δε γνωριζόμασταν μπροστά στους άλλους, και ο τρόπος που μοναδικά υπήρχαμε μαζί όταν ήμασταν μόνο οι δυο μας. Με αναστάτωνε το χέρι σου κάθε φορά που το έβαζες γύρω από τη μέση μου. Ο τρόπος που μου έπιανες τα χέρια ψηλά και εγώ, αναγκαστικά, αλλά και ηθελημένα, αφηνόμουν, παρέδιδα τις αισθήσεις μου σε σένα.
Μα πιο πολύ από όλα με αναστατώνουν όσα δεν κάναμε ακόμη, όσα δεν έχουμε ζήσει, όσα δεν έχουμε νιώσει. Με τρελαίνει η εικόνα των σωμάτων μας παγωμένη κάπου, σε έναν καθρέφτη, με εσένα μέσα μου για ώρα, να είμαστε ένα και να αγγιζόμαστε με τόσο πάθος που θα τρέμουν τα κορμιά μας, οι ανάσες μας, και θα τελειώνουμε μαζί. Με τρελαίνει το να με κοιτάς και να χαμογελάμε, να λέμε αηδίες σα μικρά παιδιά και να γελάμε και μετά να με αρπάζεις και να γινόμαστε ξανά ένα.
Να συζητάμε για ώρες, σε διάφορα μέρη, να πίνουμε χωρίς να μας νοιάζει αν θα μεθύσουμε, γιατί θα καταλήξουμε στο ίδιο κρεβάτι, γιατί έτσι κι αλλιώς μεθάνε οι ανάσες μας μαζί.
Δύο ανάσες απόκοσμες, που κάπως, κάπου μπλέκονται. Δύο ανάσες που δυσκολεύονται να βρουν το δρόμο τους, σαν να πετάνε ζαλισμένες σε μέρη άγνωστα. Ανάσες που τη στιγμή που βρίσκονται μαζί, λίγο μιλάνε, λίγο παίζουν, λίγο νιώθουν, και με φόβο και πάθος μεθάνε μαζί. Μεθάνε τόσο που τα βήματά τους παραπατώντας αναζητούν τον έρωτα, το πάθος, την τρέλα. Και μέσα στη μέθη τους στήνουν το δικό τους χορό μέσα από μεθυσμένες, κρυφές, φοβισμένες και λιβιδινικές μελωδίες…
* η Μαρία Κουσαντάκη είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας και ψυχοθεραπέυτρια