Η Ιστορία διδάσκει, εμείς όμως μαθαίνουμε;

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σε περίπου ένα μήνα συμπληρώνονται 26 χρόνια από τις 14 Φεβρουαρίου του 1992, όταν σχεδόν έν...


ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Σε περίπου ένα μήνα συμπληρώνονται 26 χρόνια από τις 14 Φεβρουαρίου του 1992, όταν σχεδόν ένα εκατομμύριο Ελλήνων έβγαιναν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στην απόφαση της κυβέρνησης των Σκοπίων να ανακηρύξει την ανεξαρτησία του μικρού αυτού κρατιδίου με την ονομασία "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Από τότε μέχρι σήμερα είδαμε εκατοντάδες πολιτικούς και δημοσιολογούντες να χτίζουν καριέρες πάνω σε μαξιμαλιστικές θέσεις, 130 και πλέον χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η (αδελφή) Ρωσία και η Κίνα, να αναγνωρίζουν το συγκεκριμένο κράτος με τη συνταγματική του ονομασία και μία Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95 όπου στην προσωρινή αλλά αμοιβαίως αποδεκτή διεθνή ονομασία F.Y.R.O.M. το "M" δεν είναι "Manchester" αλλά "Macedonia". 

Το βασικό επιχείρημα όσων παραβρέθηκαν χθες στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, στηρίζεται στην Ιστορία. Και πράγματι οι κάτοικοι του συγκεκριμένου κρατιδίου δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες καθώς πρόκειται για σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αιώνες μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ και οι αναφορές του συντάγματός τους σε αδούλωτους αδελφούς σε Βουλγαρία και Ελλάδα είναι καταφανώς ανιστόρητες. Αυτή είναι όμως η μία πλευρά του φεγγαριού. 

Το κρατίδιο της Μακεδονίας δημιουργήθηκε από τον ηγέτη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας Τίτο, τη δεκαετία του '40 στα γεωγραφικά πλαίσια του βόρειου κομματιού της Μακεδονίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Τίτο δημιούργησε μία επίπλαστη εθνότητα αφενός μεν για να εξασφαλίσει την εσωτερική συνοχή του κράτους του έναντι των Βουλγάρων, αφετέρου δε για να καλλιεργήσει την ιδέα αλύτρωτων περιοχών και αδελφών σε Βουλγαρία και Ελλάδα. Προφανώς ο όρος "Μακεδονία" δεν επιλέχθηκε τυχαία αλλά στα πλαίσια μίας αυθαίρετης εθνοτικής, ιστορικής, πολιτιστικής και πολιτικής ταύτιση των αρχαίων Μακεδόνων με τους δικούς του "Μακεδόνες". Αυτόν ακριβώς το σκοπό εξυπηρετούσαν η ιστορία που διδάσκόνταν στα σχολεία, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι χάρτες, οι διάφορες οργανώσεις, τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα με αναφορές από κρατικούς αξιωματούχους σε "μακεδονική μειονότητα" σε Ελλάδα και Βουλγαρία κλπ. Με αυτόν τον τρόπο η αλυτρωτική προπαγάνδα, καθόλου άσχετη με το γεγονός ότι το ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας που βρέχεται από το Αιγαίο αποτελούσε διαχρονικά το διακαή πόθο όλων των βόρειων γειτόνων μας, συνεχιζόταν αδιάκοπα και συστηματικά έως και την κατάρρευση της ενωμένης σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. 

Παρ’ όλα αυτά, καμία ελληνική κυβέρνηση έως τη δεκαετία του ΄90 δεν είχε θέσει ζήτημα ονόματος. Αντιθέτως τόσο οι διπλωματικές σχέσεις, όσο και η ανταλλαγή επισκέψεων αξιωματούχων και από τις δύο χώρες ήταν δεδομένες χωρίς να ενοχλεί κανέναν, ποτέ και πουθενά ότι μία από τις ομοσπονδίες που συγκροτούσαν την τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία ονομαζόταν "Μακεδονία". Προφανώς, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του '40 έως τη δεκαετία του '90, θεωρούσαν όχι μόνο εντελώς απίθανη την αλλαγή συνόρων στην περιοχή αλλά και ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν μόνο για λόγους εσωτερικής συνοχής με δεδομένο, πάντως, αποτέλεσμα ότι γενιές και γενιές γειτόνων μας, μεγάλωσαν με την αυταπάτη ότι είναι όντως απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου. Ακόμη κι έτσι όμως η χρήση του όρου "Μακεδονία" δεν ήταν παράλογη, εφόσον ο προσδιορισμός ήταν γεωγραφικός και όχι ιστορικά και εθνολογικά συνδεδεμένος με την αρχαία Μακεδονία.

Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Στρατάρχη Τίτο στο Βελιγράδι το 1960
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω δεδομένα, το πρώτο που αντιλαμβάνεται κάποιος είναι ότι η μάχη σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο δεν χάθηκε τη δεκαετία του '90 αλλά πολύ νωρίτερα. Το γεγονός ότι κανείς ξένος διπλωμάτης δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει για ποιο λόγο θυμηθήκαμε το ζήτημα της "Μακεδονίας" ύστερα από 50 χρόνια μή διαμαρτυρίας είναι ενδεικτικό. Απλώς τώρα η ελληνική κυβέρνηση και γενικότερα το εγχώριο πολιτικό σύστημα καλούνται να περισώσουν ό,τι είναι εφικτό ύστερα από λάθη, παραλείψεις και αβλεψίες δεκαετιών. Κι όλο αυτό μέσα σε ένα αρνητικό διεθνές περιβάλλον, όπου φαίνεται εξαιρετικά άκομψο και παράλογο από την μία η Ελλάδα να εμφανίζεται ως παράγοντας σταθερότητας της ειρήνης και υπέρμαχη της ελευθερίας στα Βαλκάνια κι από την άλλη η ίδια χώρα να απαγορεύει σε μία γείτονα το δικαίωμα να ονομάζεται όπως θέλει. 

Ακόμη και στο κρίσιμο πεδίο του ζητήματος της ταυτότητας των γειτόνων μας, το γεγονός ότι γενιές των κατοίκων της ΠΓΔΜ μεγάλωσαν με τη φενάκη ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, δεν μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί και για αυτό το λόγο απαιτείται συγκροτημένη εξωτερική πολιτική τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και σε διμερές πλαίσιο με την κυβέρνηση των Σκοπίων. Εξίσου όμως σοβαρή είναι και η γεωπολιτική διάσταση του ζητήματος: η επιβίωση της ίδιας της ΠΓΔΜ, μίας χώρας μικρής και φτωχής με το 25% του πληθυσμού αλβανόφωνο, είναι πολύ σημαντική για τα ελληνικά συμφέροντα καθώς με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα ανάχωμα αφενός μεν στον διαχρονικά διακαή πόθο των Τιράνων για τη δημιουργία της "Μεγάλης Αλβανίας" αφετέρου δε στην ενίσχυση του μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια, ειδικά σε μία περίοδο που η κατάσταση στην περιοχή μυρίζει μπαρουτοκαπνισμένο εθνικισμό και οι ισορροπίες κρέμονται από μία λεπτή κλωστή. 

Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός είναι μία πολύ σοβαρή παράμετρος για να αγνοηθεί στην υπόθεση της διαμάχης Αθηνών-Σκοπίων
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την πικρή εμπειρία της δεκαετίας του ’90, θα περίμενε κανείς, το σημερινό ελληνικό πολιτικό σύστημα να επιδείξει τη δέουσα νηφαλιότητα και ενωμένο να υιοθετήσει τη λογική της επίλυσης υπερασπιζόμενο τα εθνικά συμφέροντα λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους διεθνείς συσχετισμούς και το ρεαλισμό. 

Δυστυχώς όμως, με εξαίρεση το Ποτάμι και το ΚΚΕ, το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα κλείνει λίγο-πολύ το μάτι στον λαϊκισμό προς άγραν ψήφων δείχνοντας τουλάχιστον ανεπαρκές, δεδομένων των περιστάσεων. Τις προάλλες ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έκανε αναίτια επίθεση στον Ιερώνυμο ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός συνεχίζει να αγνοεί επιδεικτικά την αντιπολίτευση ενημερώνοντας για τις εξελίξεις πρώτο από όλους τον Αρχιεπίσκοπο κατά παρέκκλιση της θεσμικής διαδικασίας. 

Από την άλλη, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στήριξε σιωπηρά το συλλαλητήριο υποτασσόμενη πλήρως στην καραμανλική πτέρυγα και στην ισχυρότατη εσωκομματικά λαϊκή Δεξιά αποφεύγοντας παράλληλα να πάρει θέση επί της ονομασίας κρυπτόμενη πίσω από τον απίθανο, από κάθε άποψη, Πάνο Καμμένο. Όταν όμως θεωρείσαι εν αναμονή πρωθυπουργός διαμορφώνεις την κοινή γνώμη και ηγείσαι, δεν σύρεσαι από συναισθηματισμούς και μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Όσο δε για τη ΔΗ.ΣΥ. αν και στηρίζει τη σύνθετη ονομασία έναντι όλων τηρώντας χαμηλό προφίλ, δεν έλειψαν από το κάδρο του λαϊκισμού και του μαξιμαλισμού αρκετά στελέχη της στη Βόρεια Ελλάδα. Και βέβαια την συνολική εικόνα γραφικότητας, οπορτουνισμού και ψηφοθηρίας συμπληρώνουν, από διαφορετική αφετηρία είναι η αλήθεια, ο Λεβέντης, η Χρυσή Αυγή και ο Πάνος Καμμένος. 

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας είναι ότι η Ελλάδα στο σημερινό πολύπλοκο και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον ούτε αντέχει ούτε πρέπει να συνεχίσει να σπαταλάει πολύτιμο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο για μία υπόθεση που για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται τελειωμένη. Η σύνθετη ονομασία είναι αδύνατον να αποφευχθεί ενώ η πραγματικά κρίσιμη παράμετρος είναι η ταυτότητα και ο αλυτρωτισμός των γειτόνων μας. Σε τελική ανάλυση, μπορεί όντως να γράφεται Ιστορία εδώ και 2500 χρόνια, δεν είναι όμως σίγουρο ότι πήραμε τα σωστά διδάγματα από τα τελευταία 25.

Γιάννης Στέλιος Παπαδόπουλος
Email: jskpapadopoulos@gmail.com

Related

What's hot? 488066868261044352

Δημοσίευση σχολίου

Έχετε άποψη; Μοιραστείτε τη μαζί μας.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σχόλια με υβριστικό και προσβλητικό περιεχόμενο θα διαγράφονται.

emo-but-icon

Recent Posts Widget

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ CHRISTIAN MOOS

ΑΡΘΡΟ CHRISTIAN MOOS
"Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποσύρει τη δέσμη μέτρων για την προάσπιση της δημοκρατίας"

FACEBOOK

TWITTER

item