H Λίβερπουλ του 2018-19 είναι αποτέλεσμα των λαθών της
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΑΒΙΑΣ Το τί είναι επιτυχία, τι είναι αποτυχία και που βρίσκεται το λεπτό αλλά καθοριστικό όριο μεταξύ τους, είν...
http://www.thecolumnist.gr/2018/07/h-2018-19.html
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
Το τί είναι επιτυχία, τι είναι αποτυχία και που βρίσκεται το λεπτό αλλά καθοριστικό όριο μεταξύ τους, είναι μάλλον υποκειμενικό. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είπε κάποτε πως επιτυχία είναι να πηγαίνεις από αποτυχία σε αποτυχία, χωρίς όμως να χάνεις τον ενθουσιασμό σου. Το σίγουρο είναι, όσον αφορά στη Λίβερπουλ και τους ανθρώπους της τουλάχιστον, πως από αποτυχία σε αποτυχία δεν άφησαν κανένα οδυνηρό μάθημα να πάει χαμένος. Έστω και αν αυτό τους κόστισε όσο να ναι σε ενθουσιασμό…
Διότι όλες οι φετινές μεταγραφικές κινήσεις της Λίβερπουλ, μια προς μια, δείχνουν ακριβώς αυτό: το ότι οι «κόκκινοι» επιτέλους έμαθαν πώς να κινούνται στο μεταγραφικό παζάρι, πού να «τζογάρουν» πολλά και σε ποιους, το πότε πρέπει να συμβαίνει αυτό, ώστε να είναι όσο το δυνατόν καλύτεροι και πιο εξοπλισμένοι για μια ακόμα δύσκολη, μεγάλη και απαιτητική χρονιά σε Αγγλία και Ευρώπη.
Οδεύουμε προς τα τέλη Ιουλίου και ο Γιούργκεν Κλοπ φέρεται να λέει πως η ομάδα του είναι σχεδόν έτοιμη για τη νέα σεζόν. Δεν θα περιμένει τις τελευταίες μέρες του Ιουλίου, όπου παραδοσιακά τα πράγματα… ξεφεύγουν στην Πρέμιερ Λιγκ, για να κινηθεί, γιατί ξέρει πως έχει ήδη στα χέρια του αυτούς που ήθελε. Ο Άλισον Μπέκερ από τη Ρόμα, ο ακριβότερος πλέον γκολκίπερ στην ποδοσφαιρική ιστορία, φάινεται να είναι το τελευταίο κομμάτι του παζλ για τη σεζόν 2018/19. Και τι κομμάτι θα λέγαμε…
Για την απόκτησή του, χρειάστηκε να βγουν από τα «κόκκινα» ταμεία το ποσό των 73 εκατομμυρίων λιρών. Ώστε να ανοίξει και πάλι ο «χορός» των σχολίων κατά μήκους όλων των Media και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για το πόσο πολλά είναι, για το αν αξίζουν, για το αν θα πάνε για πέταμα, και όλα αυτά τα ωραία κλισέ που «σηκώνει» η καλοκαιρινή μεταγραφική ραστώνη…
Ακόμα να καταλάβουμε όμως το ποιος καθορίζει το «πόσα πολλά είναι» και το κριτήριο για το «αν αξίζουν». Ίσως γιατί δεν υπάρχει κανένας τέτοιος. Καλώς ή κακώς, στην ελεύθερη αγορά της μεταγραφικής περιόδου, στο όσο δεν πάει άλλο πια καπιταλιστικό ποδόσφαιρο του 2018, ο καθένας μπορεί να ζητάει για έναν παίκτη του όσο λεφτά εκείνος αξιώνει πως αξίζει. Και αν ο υποψήφιος αγοραστής δεν έχει θέμα να τα «ακουμπήσει» στο τραπέζι, κρίνοντας πως μπορεί να το κάνει και πώς αξίζει ως επένδυση, τότε τελειώνει εκεί η κουβέντα.
Από εκεί και πέρα, το αν ο παίκτης θα δικαιώσει το ρίσκο της επένδυσης του, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Σίγουρα πάντως, ο Άλισον είναι ένας ικανός κίπερ, είναι μόλις 25 χρονών, που σημαίνει ότι έχει πάρα πολλά χρόνια καλής μπάλας μπροστά του. Έχει παραστάσεις από ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, είναι διεθνής με την Βραζιλία, έχει παίξει στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Αγωνιστικά άλλωστε, η θέση του τερματοφύλακα είναι ιδιαίτερη για κάθε ομάδα. Στον «άσσο», αυτός που θα παίζει, πρέπει να γεμίζει εμπιστοσύνη όσους βρίσκονται μπροστά του. Να κάνει τη θέση δικιά του, τελειώνοντας τις συζητήσεις για το ποιος είναι ικανός να βρίσκεται εκεί, όπως γινόταν δυο χρόνια τώρα, με Κάριους και Μινιολέ να εναλλάσσονται μεταξύ τους. Δυο μέτριοι κίπερ σε καμία περίπτωση δεν κάνουν μαζί έναν καλό, απλά παραμένουν μέτριοι…
Από εκεί και πέρα, η κάθε προσθήκη που πραγματοποιήθηκε μέσα στο 2018, βήμα-βήμα, αποτελούν εξέλιξη του ήδη υπάρχοντος ρόστερ. Η ασταθής άμυνα χρειάζοταν έναν «ογκόλιθο» πίσω, και τον βρήκε στο πρόσωπο του Βίρτζιλ Φαν Ντάικ τον περασμένο Γενάρη. Ο οποίος πρόκειται να είναι κυριολεκτικά άλλος παίκτης την επόμενη σεζόν, έχοντας αφήσει πίσω του τους όποιους τραυματισμούς τον ταλαιπωρούσαν, αλλά και έχοντας κάνει προετοιμασία μαζί με την υπόλοιπη ομάδα.
Στο χώρο του κέντρου, η φυγή του Εμρέ Τσαν στη Γιουβέντους πέρασε… στα ψηλά, διότι με την έλευση του Ναμπί Κεϊτά και Φαμπίνιο από Λειψία και Μονακό αντίστοιχα, αυτόματα υπάρχει... ολική αναβάθμιση! Ο Κεϊτά αποτελεί κυριολεκτικά ένα... μηχανάκι της μεσαίας γραμμής, που τα κάνει όλα (κόβει, πασάρει, ενίοτε σκοράρει κιόλας), είναι μόλις 22 χρονών, και έχει ακόμα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Όσο για τον Φαμπίνιο, είναι καθαρό «εξάρι», το οποίο όμως στην ανάγκη παίζει αρκετά καλά και ως δεξί μπακ (όπως έχει δείξει άλλωστε παλιότερα στη Μονακό). Ο όγκος του και το ύψος του σπέρνουν τον τρόμο στους αντιπάλους, χωρίς αυτά όμως να σημαίνουν πως δεν είναι αρκετά ταχύς για το ύψος του, καθώς και τεχνίτης με τη μπάλα στα πόδια.
Ο Σερντάν Σακίρι, τέλος, έγινε παίκτης της Λίβερπουλ για μόλις 13 εκ. Λίρες, δηλαδή σε ποσό ευκαιρίας, αν αναλογιστούμε τις τιμές που παίζουν πλέον στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Μπορεί μεν τα τελευταία χρόνια να έχει μείνει κάπως στάσιμος, έχει όμως ωραία ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά και σίγουρα με αρκετή δουλειά υπο τις οδηγίες οτυ Κλοπ μπορεί ακόμα και τώρα, στα 26 του, να γίνει καταλυτικός για ομάδα του ανώτερου επιπέδου.
Για την απόκτηση όλων αυτών, η Λίβερπουλ βέβαια χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι την τσέπη. Μιλάμε φυσικά για ένα ποσό κοντά στα 260-270 εκατομμύρια, το οποίο όμως δεν αποτελεί βαρίδι εξόδων, αλλά μεγάλο μέρος του προήλθε από τα έσοδα της πώλησης του Φελίπε Κουτίνιο στην Μπαρτσελόνα. Πλέον, για να κάνεις πρωταθλητισμό, είναι δεδομένο πως θα πρέπει να ξοδεύεις και αρκετά, όπως κάνουν Τσέλσι, Γιουνάιτεντ και Σίτι τόσα χρόνια, αλλά ακόμα και αυτό, η Λίβερπουλ φαίνεται να ξέρει πλέον πότε να το κάνει και σε ποιους παίκτες, για κινήσεις ουσίας και όχι εντυπωσιασμού.
Από το ματς του Κλοπ στον πάγκο της Λίβερπουλ, τον Οκτώβρη του 2015, μέχρι σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει. Η σημερινή Λίβερπουλ σε ποιότητα και πρόσωπα δεν έχει καμία σχέση με την προ τριέτιας ομάδα, στην οποία έπαιζαν οι Τουρέ, Μάρκοβιτς, Μανκίγιο, Μπαλοτέλι, Λάμπερτ κλπ. Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, με τον Γερμανό στο «τιμόνι», η Λίβερπουλ πέρασε όλα τα στάδια της αγωνιστικής της εφηβείας, μέχρι να φτάσει να ενηλικιωθεί πλέον και να κάνει το βήμα παραπάνω.
Δεν είναι πλέον η ομάδα όπου οι κάθε λογής Σουάρες ή Στέρλινγκ θέλουν να εγκαταλείψουν για να πάνε σε άλλα, μεγαλύτερα «λιμάνια», αλλά αυτή που ελκύει τους παίκτες που θέλει, και τους κάνει να την προτιμούν αντί της Μπάγερν (Κεϊτά), της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (Φαμπίνιο), της Τσέλσι (Άλισον) κλπ.
Πλέον απομένει το τελικό βήμα της, το να γίνει δηλαδή πραγματικά σταθερή διεκδικήτρια του αντικειμένου, η λέξη του οποίου αποτελεί ταμπού στο «Άνφιλντ», τον απαγορευμένο εδώ και 29 ολόκληρα χρόνια "καρπό" (λέγε με πρωτάθλημα). Και είναι σίγουρο ότι αν συνεχίσει να προχωρά με καίρια και όχι βιαστικά βήματα, αν όχι φέτος, σε ένα, σε δυο ή και σε τρία χρόνια, θα μπορεί να φτάσει στο τρόπαιο που αγνοεί συστηματικά από το 1990…
Χρήστος Γραβιάς